κακοποίηση — η κακή μεταχείριση, κακή ενέργεια που προκαλεί βλάβη: Οι διαδηλωτές υπέστησαν κακοποίηση από τους αστυνομικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοποιήσῃ — κακοποιήσηι , κακοποίησις fem dat sg (epic) κακοποιέω do ill aor subj mid 2nd sg κακοποιέω do ill aor subj act 3rd sg κακοποιέω do ill fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αικισμός — αἰκισμός, ο (Α) [αἰκίζω] κακομεταχείριση, κακοποίηση … Dictionary of Greek
ακάκυντος — ἀκάκυντος, ον (Α) [κακύνω] αυτός που δεν υπόκειται σε κακοποίηση, που δεν είναι δυνατόν να κακοποιηθεί … Dictionary of Greek
αντικάκωσις — ἀντικάκωσις, η (Μ) ανταπόδοση κάκωσης, αμοιβαία κακοποίηση … Dictionary of Greek
αντικακουργώ — (Α ἀντικακουργῶ, έω) ανταποδίδω κακοποίηση … Dictionary of Greek
αντιλωβώ — ἀντιλωβῶ ( άω) (Μ) ανταποδίδω κακοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λωβάομαι «κακοποιώ»] … Dictionary of Greek
βιαιοπραγία — Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε… … Dictionary of Greek
δρακοντοκάκωσις — δρακοντοκάκωσις, η (Μ) κακοποίηση από δράκοντα … Dictionary of Greek
επιλωβεύω — ἐπιλωβεύω (Α) χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)] … Dictionary of Greek